matchpoint

22 Φεβρουαρίου, 2007

Γιατί επικρατούν πάντοτε τα «γεράκια»;

Filed under: Evolutionary biology — Takis Michas @ 4:11 μμ

Εντυπο: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ημ/νία: 20/02/2007
Σελ.: 62

Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ

Σε κάθε επιτελείο διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής θα βρει κανείς πάντοτε δύο κατηγορίες συμβούλων. Από τη μια πλευρά είναι τα «γεράκια»: είναι έτοιμοι πάντοτε να αναλάβουν στρατιωτική δράση και αμφισβητούν συστηματικά την αξία των διαπραγματεύσεων και υποχωρήσεων. Πιστεύουν ότι οι αντίπαλες δυνάμεις είναι από τη φύση τους εχθρικές και καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα της δύναμης. Από την άλλη πλευρά είναι οι «περιστερές»: αμφισβητούν τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης και προτιμούν τις πολιτικές λύσεις των προβλήματων. Σε αντίθεση με τα «γεράκια», που πάντοτε βλέπουν έναν τοίχο εχθρότητας, τα «περιστέρια» πάντοτε βλέπουν παράθυρα ευκαιριών.

Θεωρητικά κάθε υπουργός Εξωτερικών υποτίθεται ότι ακούει προσεκτικά τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών προτού υιοθετήσει τη μια άποψη. Ολα αυτά στη θεωρία. Στην πράξη το ένστικτο κάθε υπουργού είναι να υιοθετεί αυτόματα τις απόψεις των «γερακιών». Αυτό δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι συνήθως οι εθνικιστικές απόψεις τυχαίνουν τις περισσότερες φορές να είναι δημοφιλείς. Σύμφωνα με τον κάτοχο του Νόμπελ Οικονομικών Ντάνιελ Κάνεμαν, οι λόγοι είναι βαθύτεροι. Η προδιάθεση των πολιτικών να προτιμούν τις απόψεις των «γερακιών» δεν έχει σχέση με πολιτική ή στρατηγική, αλλά είναι μια έμφυτη τάση που εδρεύει στον εγκέφαλο. Οπως γράφει σε άρθρο του στο «Foreign Policy» (Φεβρουάριος 2007):

«Μείναμε έκπληκτοι όταν μελετήσαμε τις προκαταλήψεις που έχουν βρει οι ψυχολογικές έρευνες των τελευταίων 40 ετών: Οι ψυχολογικές τάσεις προδιαθέτουν τους εθνικούς ηγέτες να υπερβάλλουν τις κακές προθέσεις των αντιπάλων τους, να παρεξηγούν τον τρόπο με τον οποίο τους βλέπουν οι αντίπαλοι και να διστάζουν υπερβολικά να προβούν στις αναγκαίες υποχωρήσεις που απαιτούν οι διαπραγματεύσεις. Εν συντομία, οι έμφυτες προκαταλήψεις έχουν αποτέλεσμα να αυξάνουν τις πιθανότητες της έναρξης ενός πολέμου και καθιστούν πιο δύσκολο τον τερματισμό του».

Μία από τις πιο συνηθισμένες προκαταλήψεις είναι η τάση να αποδίδονται οι πράξεις των αντιπάλων στη «φύση» τους και όχι στο γεγονός ότι λειτουργούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά τους. Αυτό είναι ένα πολύ συχνό λάθος, το οποίο κάνουν όλοι οι άνθρωποι, όπως δείχνει το ακόλουθο πείραμα. Ζητήθηκε από μια ομάδα παρατηρητών να παρακολουθήσει τις ομιλίες μιας τάξης φοιτητών και να βγάλει συμπέρασμα για τις πολιτικές απόψεις του κάθε φοιτητή (αριστερά-δεξιά). Ο κάθε φοιτητής στην ομιλία του θα έπαιρνε θέση υπέρ ή κατά του Τσάβες. Ομως η θέση που θα έπαιρνε είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων από τον καθηγητή του. Οι παρατηρητές, παρ’ όλο, λοιπόν, που γνώριζαν ότι η ομιλία ήταν προκατασκευασμένη και όχι το προϊόν ελεύθερης βούλησης, εντούτοις χαρακτήριζαν το φοιτητή που έκανε π.χ. μια ομιλία υπέρ του Τσάβες«αριστερό».

Ακόμα, λοιπόν, και όταν γνωρίζουν το πλαίσιο το οποίο προσδιορίζει τη συμπεριφορά, οι άνθρωποι τείνουν να το αγνοούν. Αντίθετα, αποδίδουν τη συμπεριφορά του άλλου στη φύση ή το χαρακτήρα του. Ετσι π.χ. στο θέμα της Τουρκίας βλέπουμε κάθε δήλωση Τούρκου πολιτικού ως έκφραση του «αιώνιου μίσους» των αντιπάλων και όχι ως μια ενέργεια την οποία επέβαλε μια συγκεκριμένη συγκυρία -και κάτι ανάλογο φυσικά συμβαίνει και από την πλευρά της Τουρκίας. «Αυτό φυσικά», επισημαίνει ο Κάνεμαν, «μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις όταν κληθείς να αναλύσεις τα κίνητρα του αντιπάλου σου».

Μια άλλη χαρακτηριστική προκατάληψη αφορά την τάση των ανθρώπων να υποτιμούν τις παραχωρήσεις των αντιπάλων τους. Ψυχολογικά είμαστε πιο έτοιμοι να δεχθούμε τα επιχειρήματα των «γερακιών» εναντίον λύσεων που βασίζονται σε διαπραγματεύσεις. Στην ψυχολογία αυτή η τάση του να υποτιμούμε κάτι, επειδή το προτείνει ο αντίπαλος, ονομάζεται «αντιδραστική υποτίμηση». Απλά και μόνο το γεγονός ότι το πρότεινε κάποιος τον οποίο θεωρούμε εχθρό, υποβαθμίζει την αξία της πρότασης. Το περιεχόμενο της πρότασης έχει λιγότερη σημασία από το ποιος την πρότεινε. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, αυτό είναι προφανές από τις αρνητικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε πρόταση της Τεχεράνης ή της Δαμασκού. Στην περίπτωση της Ελλάδας βρίσκουμε αυτό το φαινόμενο στην τάση να απορρίπτεται κάθε πρόταση των Τούρκων ή Τουρκοκυπρίων προτού ακόμα αυτή καλά καλά διατυπωθεί.

Τέλος, ένα άλλο πολύ συνηθισμένο λάθος το οποίο κάνουν οι άνθρωποι είναι να υπερβάλλουν τη δύναμή τους και τον έλεγχο τον οποίο ασκούν στις συνέπειες των πράξεών τους. Περίπου το 80% των ανθρώπων πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους στο οδήγημα είναι πάνω από το μέσο όρο. Σε περιπτώσεις πιθανής ρήξης αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στη δύναμή μας καθιστά τους πολιτικούς ευάλωτους στα «γεράκια», που προτείνουν λύση «πυγμής». Οπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ.

Φυσικά το γεγονός ότι υπάρχει μια ψυχολογική προδιάθεση να ακούμε τις συμβουλές των «γερακιών», δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτές οι συμβουλές είναι πάντοτε λανθασμένες. Προφανώς σήμερα θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι από το γεγονός ότι τα φιλοπόλεμα «γεράκια» ήταν εκείνα που επικράτησαν στο επιτελείο του Τσόρτσιλ. Ομως σημαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί αποδέχονται με τέτοια ευκολία τις προτάσεις των «γερακιών» δεν οφείλεται αποκλειστικά σε ορθολογικά κριτήρια, αλλά αντανακλά πολλές φορές βαθύτερα ψυχολογικά αίτια.

http://www.tmichas.wordpress.com


15 Φεβρουαρίου, 2007

Ο Μαρξ και η «κρατική δωρεάν παιδεία»

Filed under: Politics and Economics — Takis Michas @ 9:50 μμ

Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ

Αυτό που ασφαλώς εκπλήσσει είναι η παντελής έλλειψη αναφοράς στον Καρλ Μαρξ στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται αυτές τις ημέρες σχετικά με το άρθρο 16 και γενικότερα σχετικά με τη διατήρηση / κατάργηση του «κρατικού» και «δωρεάν» χαρακτήρα της παιδείας.

Φυσικά δεν θα περίμενε κανείς από τη Ν.Δ. να αναζητήσει πηγές έμπνευσης στον Γερμανό φιλόσοφο -όχι διότι τα ηγετικά και μη στελέχη της δεν διαβάζουν Μαρξ, αλλά απλώς διότι δεν διαβάζουν εν γένει.

Η πραγματική έκπληξη είναι η έλλειψη αναφοράς στις απόψεις του Μαρξ από το χώρο των υποτιθέμενων οπαδών του -το «αριστερό ρεύμα» στο ΠΑΣΟΚ, τον Συνασπισμό και το ΚΚΕ.

Η έλλειψη αναφοράς στον Μαρξ είναι εν μέρει κατανοητή στο βαθμό που οι σκέψεις του Γερμανού φιλόσοφου στο θέμα της παιδείας είναι λιγοστές και διάσπαρτες σε διάφορα κείμενα. Ομως αντανακλά και κάτι πιο σημαντικό: Το γεγονός ότι η Αριστερά δεν θα βρει τίποτα στα κείμενα του Μαρξ, το οποίο να στηρίζει τα αιτήματά της για κρατικό μονοπώλιο στην παιδεία και δωρεάν παιδεία για όλους. Το αντίθετο. Οπως θα δούμε, ο Μαρξ ήταν αντίθετος τόσο στον κρατικό έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και στο αίτημα της δωρεάν παιδείας για όλους.

Είναι γεγονός ότι ο Μαρξ και ο Εγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» υιοθετούν το αίτημα «Ελεύθερη παιδεία για όλα τα παιδιά σε δημόσια σχολεία». Ομως σε αυτό το κείμενο δεν διευκρινίζουν τι ακριβώς εννοούν με αυτό το αίτημα. Αυτό θα το κάνει ο Μαρξ σε δύο άλλα σημαντικά κείμενα: Στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» και στην ομιλία του στη Διεθνή Ενωση Εργατών (ΔΕΕ) στις 10 και 17 Αυγούστου 1869. Παρ’ όλο που τα γραπτά του Μαρξ αφορούν κυρίως την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, εντούτοις οι παρατηρήσεις του εκφράζουν τη γενικότερη φιλοσοφία του για το εκπαιδευτικό σύστημα.

Η «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» (ΚΠΓ), γραμμένη το 1875, είναι το τελευταίο σημαντικό κείμενο του Μαρξ πριν από το θάνατό του. Στο κείμενο αυτό ο Μαρξ ασκεί κριτική στο πολιτικοϊδεολογικό πρόγραμμα του υπό διαμόρφωση Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.

Στο θέμα της παιδείας, το πρόγραμμα πρόβαλλε το αίτημα ότι η «παιδεία θα πρέπει να είναι δωρεάν» -αίτημα το οποίο υιοθετεί και η σημερινή ελληνική αριστερά.

Ομως, ο Μαρξ στο σχολιασμό του απορρίπτει κατηγορηματικά αυτό το αίτημα. Οπως τονίζει, το αίτημα αυτό στην ουσία σημαίνει ότι οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις πληρώνουν για την παιδεία των πλουσίων. Δωρεάν παιδεία, γράφει, σημαίνει «ότι το κόστος της εκπαίδευσης των ανώτερων τάξεων θα πρέπει να καλύπτεται από τη γενική φορολογία».

Την ίδια ένσταση εναντίον της «δωρεάν παιδείας για όλους» διατυπώνει και στην ομιλία του στη ΔΕΕ. Εκεί δηλώνει κατηγορηματικά ότι είναι «εναντίον της δωρεάν εκπαίδευσης» την οποία χρηματοδοτεί το κράτος από τη γενική φορολογία διότι είναι άδικο να πληρώνουν (μέσω των φόρων) «εκείνοι που έχουν τις λιγότερες οικονομικές δυνατότητες».

Είναι αξιοσημείωτο πόσο η κριτική του Μαρξ εναντίον της «δωρεάν παιδείας για όλους» απηχεί τις σύγχρονες φιλελεύθερες απόψεις. Οι προτάσεις του Φρίντμαν και άλλων φιλελεύθερων στοχαστών, ότι το κράτος είτε θα πρέπει να επιδοτεί τους οικονομικά ασθενέστερους που θέλουν να σπουδάσουν σε ιδιωτικά σχολεία είτε να υποχρεώνει τους οικονομικά ισχυρούς να πληρώνουν δίδακτρα στα δημόσια σχολεία, εκφράζει ακριβώς το πνεύμα των αντιρρήσεων του Μαρξ για τη «δωρεάν παιδεία»: ότι δηλαδή είναι ένα σύστημα που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις.

Ούτε στο θέμα του κρατικού μονοπωλίου της παιδείας από το κράτος η Αριστερά θα βρει υποστήριξη στα γραπτά του Μαρξ. Αντίθετα, στο σημείο αυτό ο Μαρξ είναι απόλυτα κατηγορηματικός. Ακόμα και στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το κράτος και η εκκλησία δεν θα πρέπει να ασκούν καμία επιρροή στα σχολεία! Οπως γράφει στο ΚΠΓ:

«Είμαι κατηγορηματικά αντίθετος με το αίτημα της παροχής βασικής παιδείας από το κράτος… Το κράτος και η εκκλησία θα πρέπει να αποκλειστούν από οποιαδήποτε επιρροή στα σχολεία!»

Την άποψη αυτή επαναλαμβάνει και στην ομιλία του στη ΔΕΕ: «Το κράτος μπορεί να διορίζει επιθεωρητές το καθήκον των οποίων θα είναι να ελέγχουν ότι τηρούνται οι νόμοι χωρίς να έχουν καμία εξουσία να παρεμβαίνουν στην ίδια τη διαδικασία της εκπαίδευσης».

Δυστυχώς, στα κείμενά του ο Μαρξ δεν προσδιορίζει ποιοι εναλλακτικοί φορείς θα μπορούσαν να αναλάβουν την εκπαίδευση. Ομως στη βάση των προαναφερθέντων μπορεί κανείς να διατυπώσει την πρόβλεψη ότι δεν θα είχε αντίθεση αν την παιδεία οργάνωναν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, εργατικές κολεκτίβες, εκπαιδευτικοί σύνδεσμοι κ.λπ. Πάντως είναι σίγουρο ότι θα είχε ουσιαστικές αντιρρήσεις για γιακωβινιστικά εκτρώματα, όπως άρθρο 16, το οποίο διασφαλίζει το κρατικό μονοπώλιο στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Το ουσιαστικό για τον Μαρξ ήταν η αυτονομία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η ολοκληρωτική ανεξαρτησία τους από το κράτος και την εκκλησία.

Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι και οι απόψεις του Μαρξ σχετικά με τη διαδακτέα ύλη στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Μαρξ προτείνει ότι τα μόνα μαθήματα τα οποία θα πρέπει να διδάσκονται στα παιδιά είναι εκείνα τα οποία δεν περιλαμβάνουν υποκειμενικές ή ιδεολογικές κρίσεις ή «ερμηνείες», όπως τις χαρακτήριζε.

Οπως αναφέρει στην ΚΠΓ:

«Μόνον οι φυσικές επιστήμες, η γραμματική κ.τ.λ. είναι μαθήματα που θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία. Οι κανόνες της γραμματικής π.χ. δεν είναι διαφορετικοί, ανεξάρτητα από το αν τους διδάσκει ένας θρησκευόμενος συντηρητικός ή ένας ελεύθερος στοχαστής. Ομως τα μαθήματα στα οποία υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποκλεισθούν από τα σχολεία». Μαθήματα δηλαδή όπως τα Οικονομικά, η Ιστορία, η Κοινωνιολογία, στα οποία υπεισέρχονται ιδεολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις, θα πρέπει να διδάσκονται αργότερα, όταν τα παιδιά ενηλικιωθούν, όταν δηλαδή ο νους τους έχει αφομοιώσει τον ορθολογισμό της επιστημονικής μεθοδολογίας που θα βρουν στις φυσικές επιστήμες και τη γλωσσολογία.

Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι ένας φιλελεύθερος* δεν θα βρει τίποτα στα γραπτά του Μαρξ για την παιδεία, με τα οποία να διαφωνεί. Αντίθετα, η ελληνική αριστερά σχεδόν στο σύνολό της υιοθετεί συνθήματα και συλλογιστικές που απέχουν παρασάγγας από τη σκέψη του Γερμανού φιλόσοφου. Ο καλύτερος χαρακτηρισμός της πολιτικής της Αριστεράς στο θέμα του άρθρου 16 και γενικότερα της παιδείας είναι ο χαρακτηρισμός του Μαρξ για τους οπαδούς του Λασάλ:

«Ολο το πρόγραμμά τους, παρά τη δημοκρατική του αμφίεση, διαποτίζεται απ’ άκρη σ’ άκρη από τη δουλική πίστη τους στο κράτος».

* Για τις φιλελεύθερες απόψεις στην παιδεία δες http://www.e-rooster.gr

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 12/02/2007

Copyright © 2007 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

4 Φεβρουαρίου, 2007

Ειναι τα ματια σοσιαλiστικα;

Filed under: Evolutionary biology — Takis Michas @ 3:09 μμ

 

Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ

 Αναμφίβολα ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων για, π.χ., την απόκτηση ερωτικού εταίρου ή σπάνιων πόρων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη. Ομως εξ ίσου σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε και η λογική της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν ορισμένα πρόσφατα ευρήματα της εξελικτικής βιολογίας, δηλαδή της επιστήμης η οποία προσπαθεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά των σημερινών ανθρώπων με βάση τη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης.

Η ιστορία ξεκινά με το ασπράδι των ματιών. Ενα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα πρωτεύοντα όντα είναι το μεγάλο μέγεθος του ασπραδιού των ματιών το οποίο περιβάλλει την ίριδα και την κόρη. Στα περισσότερα άλλα ζώα τα μάτια δεν περιβάλλονται από ασπράδι. Η ύπαρξη αυτού του λευκού χιτώνα μας διευκολύνει να δούμε πού κοιτάζει ο άλλος, κάτι που θα ήταν αδύνατο ή πολύ δύσκολο αν ολόκληρη η περιοχή ήταν σκοτεινή, χωρίς ασπράδι, όπως συμβαίνει με τα άλλα ζώα.

Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κρύψει από τους συνανθρώπους του πού κοιτάζουν τα μάτια του. Αν λοιπόν ισχύει αυτό τότε συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι προσέχουν περισσότερο τα μάτια των συνανθρώπων τους από ό,τι τα άλλα ζώα.

Το οποίο πράγματι ισχύει όπως επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από ένα πείραμα που έγινε στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ Εξελικτικής Βιολογίας στη Λειψία της Γερμανίας. Οι ερευνητές προσπάθησαν να συγκρίνουν τις αντιδράσεις χιμπατζήδων και γορίλων με νήπια ηλικίας ενός έτους και δεκαοκτώ μηνών. Στο πείραμα ένας ενήλικος άνδρας αφού αποσπούσε την προσοχή του πιθήκου και του νηπίου κοίταζε προς το ταβάνι. Την πρώτη φορά κοίταζε μόνο με τα μάτια του το ταβάνι, τη δεύτερη έστρεφε τόσο τα μάτια όσο και το κεφάλι του προς το ταβάνι και την τρίτη έστρεφε μόνο το κεφάλι του, ενώ κρατούσε τα μάτια του κλειστά.

Τόσο οι πίθηκοι όσο και τα νήπια κοίταζαν προς την κατεύθυνση προς την οποία πίστευαν ότι κοίταζε ο ενήλικος. Ομως οι πίθηκοι ακολουθούσαν την κίνηση του κεφαλιού του ενηλίκου ανεξάρτητα από το πού κοίταζαν τα μάτια του. Αντίθετα τα νήπια ακολουθούσαν την κίνηση του ματιού ανεξάρτητα από την κατεύθυνση προς την οποία ήταν στραμμένο το κεφάλι.

Το πείραμα αυτό και ανάλογα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν ότι ο άνθρωπος ανέπτυξε μάτια με μεγάλο ασπράδι, που διευκολύνουν τους συνανθρώπους του να μπορούν να δουν πού κοιτάζει. Αν υποθέσουμε τώρα ότι τα χαρακτηριστικά τα οποία μεταφέρονται από γενιά σε γενιά είναι εκείνα που βοηθούν την επιβίωση και αναπαραγωγή του ατόμου, τότε προφανώς το ασπράδι των ματιών έπαιξε έναν ανάλογο ευεργετικό ρόλο.

Το ασπράδι οπωσδήποτε βοηθάει αυτόν που παρακολουθεί τα μάτια του άλλου: Αν ο Γιώργος της λίθινης εποχής γνώριζε τι κοιτάζει ο Κώστας, αυτό θα παρείχε σημαντικές πληροφορίες στον πρώτο για το τι αισθάνεται και τι σκοπεύει να κάνει ο δεύτερος. Ακόμα και τα νήπια προτού καν βγάλουν τους πρώτους ήχους κατανοούν ότι όταν κάποιος κοιτάζει ένα παιχνίδι αντί για κάποιο άλλο κατά πάσα πιθανότητα προτιμάει αυτό το παιχνίδι.

Ομως ποια ακριβώς ήταν τα πλεονεκτήματα για τον προϊστορικό πρόγονό μας Κώστα από το γεγονός πως ο Γιώργος και οι άλλοι άνθρωποι μπορούσαν να διαβάζουν τη ματιά του;

Σύμφωνα με το καθ. Μάικλ Τομασέλο, μια πιθανή απάντηση είναι ότι επιτρέπει το συγχρονισμό των δραστηριοτήτων, κάτι το οποίο ωφελεί αμφότερους.

«Αν μαζεύουμε φρούτα από ένα δέντρο», γράφει ο Τομασέλο, «όπου ο ένας κατεβάζει το κλαδί και ο άλλος τα κόβει, θα ήταν χρήσιμο -ιδιαίτερα προτού αναπτυχθεί η γλώσσα- για όλους μας να μπορούμε να συγχρονίζουμε τις δραστηριότητές μας και να ειδοποιούμε τον συνεργάτη μας για το τι πρόκειται να πράξουμε, χρησιμοποιώντας τα μάτια μας και πιθανώς διάφορες άλλες χειρονομίες που βασίζονται στην όραση».

Πάντως η συζήτηση δεν έχει τελειώσει και υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις του φαινομένου. Ομως όπως συμφωνούν όλοι οι ερευνητές, η δυνατότητα του να διαβάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου, που μας παρέχει το ασπράδι, δείχνει πόσο σημαντική ήταν η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης.

Η συνεργασία και όχι ο ανταγωνισμός. Αν οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονταν κυρίως στον ανταγωνισμό -ή ακριβέστερα αν το περιβάλλον ευνοούσε τον ανταγωνισμό- τότε η φυσική επιλογή θα είχε προτιμήσει να απουσιάζει το ασπράδι από τα μάτια έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να διαβάζει τα μάτια του άλλου. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πιθήκους. Σε ένα περιβάλλον το οποίο ευνοεί τον ανταγωνισμό, ασφαλώς αποτελεί πλεονέκτημα για τον παλαιολιθικό Κώστα να μην μπορεί ο Γιώργος να δει ότι ο πρώτος κοιτάζει μια ωραία μπανάνα -διότι απλούστατα ο δεύτερος θα τρέξει να τον προλάβει και να του τη φάει.

Φυσικά όλες αυτές οι διαπιστώσεις είναι προσωρινές, μέχρι δηλαδή ένα νέο πείραμα ή μια νέα θεωρία να ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα. Διότι η επιστήμη -σε αντίθεση με τη θρησκεία και ορισμένα άλλα ψευτοεπιστημονικα πολιτικά δόγματα- προχωρεί ανατρέποντας συνεχώς τις ίδιες της τις βεβαιότητες.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 30/01/2007

Copyright © 2006 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

3 Φεβρουαρίου, 2007

Ξεφτισε το ‘σουηδικο μοντελο’ ;

Filed under: Uncategorized — Takis Michas @ 3:28 μμ

 Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ Κάποτε το σουηδικό μοντέλο ήταν περιζήτητο. Ψηλές, ξανθές με άψογες γραμμές οι θεές του Βορρά, κατέκτησαν ταχύτατα τις πασαρέλες του κόσμου. Ομως σταδιακά τη θέση τους άρχισαν να παίρνουν μοντέλα από άλλες ηπείρους, από την Ασία και την Αφρική. Η σοβαρότερη πρόκληση προερχόταν πάντως από την Αμερική: από τα «χοτμπόντις» της Καλιφόρνιας και τις γαζέλες της αφροαμερικανικής κοινότητας.  

Κάπως ανάλογη ήταν και η ιστορία του σοσιαλδημοκρατικού σουηδικού μοντέλου. Περιζήτητο για ένα μεγάλο διάστημα, άρχισε σιγά σιγά να χάνει την αίγλη του τη δεκαετία του ’80, καθώς οι «Τίγρεις» της Ασίας έκαναν εντυπωσιακή είσοδο στην οικονομική σκηνή. Πάντως και εδώ ο μεγάλος αντίπαλος ήταν πάντοτε το αμερικανικό ή αγγλοσαξονικό φιλελεύθερο μοντέλο.

Τα τελευταία έτη το σοσιαλδημοκρατικό σουηδικό μοντέλο έχει αρχίσει ξανά να γίνεται δημοφιλές, ιδιαίτερα μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν το «κοινωνικό κράτος» της Ευρώπης. Ομως, παραδόξως, έχει αρχίσει να χάνει την αίγλη του και στην ίδια τη χώρα που το γέννησε. Ετσι, στις πρόσφατες εκλογές η φιλελεύθερη αντιπολίτευση κέρδισε την πλειοψηφία και κατέλαβε την εξουσία στη Σουηδία.

Είναι αυτό ένα γεγονός το οποίο θα έπρεπε να προβληματίσει τους Σουηδούς σοσιαλδημοκράτες και να τους οδηγήσει σε νέες σκέψεις;

«Μπα, δεν νομίζω», μας λέει ο σοσιαλδημοκράτης τέως πρωθυπουργός της Σουηδίας Γκόραν Πέρσον, ο οποίος βρίσκεται αυτό τον καιρό στην Αθήνα, καλεσμένος του Κώστα Σημίτη. «Η αντιπολίτευση κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενη ότι θα εφαρμόσει μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Ετσι, ακόμη και αν χάσαμε τις εκλογές, κέρδισε η πολιτική μας. Θα ήταν αδύνατο να κερδίσει κάποιος στη Σουηδία αν δεν ασπάζεται τις σοσιαλδημοκρατικές αρχές. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι κέρδισαν τις εκλογές ισχυριζόμενοι ότι ήταν καλύτεροι σοσιαλδημοκράτες από εμάς. Δεν πιστεύουμε, λοιπόν, ότι υπάρχει ανάγκη θεμελιωδών αλλαγών στο μοντέλο μας. Από την άλλη πλευρά, το μοντέλο μας βρίσκεται κάτω από ένα καθεστώς διαρκούς μεταρρύθμισης. Την ημέρα που θα σκεφθούμε ότι είναι τέλειο και δεν χρειάζεται αλλαγές, τότε θα έχουμε πρόβλημα».

Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών -5,7% ετησίως- η οικονομική κατάσταση της Σουηδίας τις τελευταίες δεκαετίες μάλλον έχει επιδεινωθεί. Ετσι, ενώ το 1970 ήταν 4η στον πίνακα των πλουσιότερων χωρών του ΟΟΣΑ, το 2006 είχε πέσει στη 14η θέση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, είναι ότι δεν παράγει θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Από το 1950 μέχρι σήμερα δεν έχει παραχθεί ούτε μία (!) νέα θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα (στις ΗΠΑ την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν 162.000 νέες θέσεις εργασίας). Ωστόσο, ούτε αυτό ανησυχεί τον Σουηδό πολιτικό: «Η Σουηδία έχει σήμερα τον υψηλότερο βαθμό απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση -με εξαίρεση πιθανώς τη Δανία. Το 80% του πληθυσμού εργάζεται. Πάντως, αν συγκρίνουμε το 1950 με το 2006 βλέπουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα του ιδιωτικού τομέα έχει αντικατασταθεί από τον κρατικό και, συνεπώς, η αύξηση στον αριθμό των απασχολουμένων είναι κυρίως στο δημόσιο τομέα. Ο τομέας των υπηρεσιών στη Σουηδία κυριαρχείται από τον κρατικό τομέα, το οποίο δικαιολογεί το γεγονός ότι η αύξηση στον αριθμό των απασχολουμένων στις υπηρεσίες είναι κυρίως στον κρατικό τομέα».

Ωστόσο, πολλοί πιστεύουν ότι τα πραγματικά επίπεδα τής ανεργίας στη Σουηδία είναι πολύ υψηλότερα. Ο επίσημος αριθμός των απασχολουμένων περιλαμβάνει και άτομα που επιδοτούνται από το κράτος (μετεκπαίδευση, μακρόχρονες αναρρωτικές άδειες κ.λπ.) και συνεπώς δεν αποκαλύπτει την κρυφή ανεργία. Σύμφωνα με έρευνα της γνωστής εταιρείας συμβούλων Μακίνσεϊ η Σουηδία στην πραγματικότητα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στον Ευρώπη, το οποίο υπερβαίνει το 17%.

«Αν εμείς έχουμε 17%, τότε σύμφωνα με τα κριτήρια της Μακίνσεϊ», απαντάει ο συνομιλητής μας, «στη Γαλλία το ποσοστό των ανέργων θα ήταν 30% και σε σας πολύ υψηλότερο!».

Στη Σουηδία σήμερα το 30% του πληθυσμού εργάζεται στο Δημόσιο και ένα άλλο 30% ζει από κοινωνικές παροχές. Αυτό δημιουργεί ένα 60%, η επιβίωση του οποίου εξαρτάται άμεσα από το κράτος και, κατά συνέπεια, έχει κάθε κίνητρο να ψηφίσει σοσιαλδημοκρατία. Δεν αντιπροσωπεύει άραγε αυτό μια στρατηγική εξαγοράς ψήφων με χρήματα του Δημοσίου;

«Αν αυτή ήταν η στρατηγική μας», απαντάει ο κ. Πέρσον, «θα είχαμε οδηγηθεί στην καταστροφή πριν από πολλά χρόνια. Ομως αυτό δεν συνέβη. Η στρατηγική μας είναι ακριβώς η αντίθετη. Βασίζεται στη δημιουργία εξαιρετικά ανταγωνιστικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Η ύπαρξη αυτού του τομέα συμβαδίζει με την ύπαρξη ενός μεγάλου παραγωγικού κρατικού τομέα. Το μοντέλο μας βασίζεται σε υψηλή φορολογία και δημόσιο τομέα με παράλληλα υψηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα».

Στο σημείο αυτό, υπενθυμίσαμε στο συνομιλητή μας ότι όλες οι 50 μεγαλύτερες επιχειρήσεις που λειτουργούν σήμερα στη Σουηδία είναι ακριβώς οι ίδιες που υπήρχαν το 1970. Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, ελάχιστες από τις επιχειρήσεις εκείνης της εποχής υπάρχουν σήμερα. Αυτό δείχνει μια συνεχή ανανέωση στις ΗΠΑ, η οποία δεν υπάρχει στη Σουηδία.

Με τα πανεπιστήμια

«Είναι γεγονός ότι στη Σουηδία είχαμε και έχουμε δεσπόζουσες πολυεθνικές επιχειρήσεις, όμως για μια μικρή χώρα όπως η Σουηδία αυτό ήταν μια πολύ επιτυχημένη στρατηγική. Η στενή συνεργασία τους με τα πανεπιστήμια τις κάνει πρωτοπόρες στην έρευνα και η τεχνολογία. Επίσης, αυτές οι επιχειρήσεις μπορούσαν συνεχώς να προσαρμόζονται, λόγω της υψηλής τεχνολογικής εκπαίδευσης του προσωπικού. Το γεγονός ότι μπορούν για τόσα χρόνια να επιβιώνουν στην παγκόσμια αγορά λέει κάτι για την ποιότητά τους. Το γεγονός ότι επιχειρήσεις εξαφανίζονται δεν είναι κατ’ ανάγκη καλό. Είναι επίσης καλό να μπορούν να επιβιώνουν. Ακόμη και αν οι εταιρείες μας είναι παλιές, δεν είναι παλαιομοδίτικες!».

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ύπαρξη ενός κράτους κοινωνικής πρόνοιας προϋποθέτει υψηλό βαθμό εθνικής ομοιογένειας του πληθυσμού. Οσο περισσότερο ομοιογενής είναι ο πληθυσμός τόσο περισσότερο οι άνθρωποι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο – και η εμπιστοσύνη είναι η πεμπτουσία του κράτους πρόνοιας. Ομως όσο ο πληθυσμός γίνεται περισσότερο ανομοιογενής, όπως συμβαίνει σταδιακά με τη Σουηδία, τόσο θα εξασθενεί η αφοσίωση στο κράτος πρόνοιας.

«Δεν συμφωνώ», αντιτάσσει ο Σουηδός πολιτικός. «Η οικονομική μας επιτυχία βασίστηκε στους μετανάστες. Το κράτος κοινωνικής πρόνοιας χρειάζεται φόρους, χρειάζεται έσοδα, χρειάζεται ανθρώπους να δουλεύουν και αν μια χώρα έχει τη δομή του πληθυσμού που έχει η Σουηδία χρειάζεται τους μετανάστες. Εγώ θα αντέστρεφα τη συλλογιστική: αν δεν μπορέσουμε να προσελκύσουμε μετανάστες δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε το κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Φυσικά η μετανάστευση φέρνει μαζί της και άλλα προβλήματα, τα οποία όμως είναι κοινά σε όλες τις χώρες. Παντού, όπως κοιτάμε στην Ευρώπη, βλέπουμε την ύπαρξη αυτών των προβλημάτων».

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Ευρώπη και στη Σουηδία είναι η χαμηλή ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται να έχει αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη επιτυχία η Αμερική.

Μια πρόσφατη συγκριτική έρευνα έδειξε ότι το 30% των Σομαλών έχουν θέσεις εργασίας στη Σουηδία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Πολιτεία Μινεσότα των ΗΠΑ ήταν 60%.

«Ισως αυτό να ισχύει, αλλά από την άλλη πλευρά δεν έχουμε στη Σουηδία την παράδοση χαμηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Αν φυσικά είχαμε δεχθεί την ύπαρξη χαμηλότερων μισθών στη Σουηδία, τότε πιθανώς περισσότεροι μετανάστες θα είχαν δουλειά. Αυτή είναι η καίρια διαφορά μεταξύ των ΗΠΑ και της Σουηδίας».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 03/02/2007 

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.