Εντυπο: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ημ/νία: 20/02/2007
Σελ.: 62
Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ
Σε κάθε επιτελείο διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής θα βρει κανείς πάντοτε δύο κατηγορίες συμβούλων. Από τη μια πλευρά είναι τα «γεράκια»: είναι έτοιμοι πάντοτε να αναλάβουν στρατιωτική δράση και αμφισβητούν συστηματικά την αξία των διαπραγματεύσεων και υποχωρήσεων. Πιστεύουν ότι οι αντίπαλες δυνάμεις είναι από τη φύση τους εχθρικές και καταλαβαίνουν μόνο τη γλώσσα της δύναμης. Από την άλλη πλευρά είναι οι «περιστερές»: αμφισβητούν τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης και προτιμούν τις πολιτικές λύσεις των προβλήματων. Σε αντίθεση με τα «γεράκια», που πάντοτε βλέπουν έναν τοίχο εχθρότητας, τα «περιστέρια» πάντοτε βλέπουν παράθυρα ευκαιριών.
Θεωρητικά κάθε υπουργός Εξωτερικών υποτίθεται ότι ακούει προσεκτικά τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών προτού υιοθετήσει τη μια άποψη. Ολα αυτά στη θεωρία. Στην πράξη το ένστικτο κάθε υπουργού είναι να υιοθετεί αυτόματα τις απόψεις των «γερακιών». Αυτό δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι συνήθως οι εθνικιστικές απόψεις τυχαίνουν τις περισσότερες φορές να είναι δημοφιλείς. Σύμφωνα με τον κάτοχο του Νόμπελ Οικονομικών Ντάνιελ Κάνεμαν, οι λόγοι είναι βαθύτεροι. Η προδιάθεση των πολιτικών να προτιμούν τις απόψεις των «γερακιών» δεν έχει σχέση με πολιτική ή στρατηγική, αλλά είναι μια έμφυτη τάση που εδρεύει στον εγκέφαλο. Οπως γράφει σε άρθρο του στο «Foreign Policy» (Φεβρουάριος 2007):
«Μείναμε έκπληκτοι όταν μελετήσαμε τις προκαταλήψεις που έχουν βρει οι ψυχολογικές έρευνες των τελευταίων 40 ετών: Οι ψυχολογικές τάσεις προδιαθέτουν τους εθνικούς ηγέτες να υπερβάλλουν τις κακές προθέσεις των αντιπάλων τους, να παρεξηγούν τον τρόπο με τον οποίο τους βλέπουν οι αντίπαλοι και να διστάζουν υπερβολικά να προβούν στις αναγκαίες υποχωρήσεις που απαιτούν οι διαπραγματεύσεις. Εν συντομία, οι έμφυτες προκαταλήψεις έχουν αποτέλεσμα να αυξάνουν τις πιθανότητες της έναρξης ενός πολέμου και καθιστούν πιο δύσκολο τον τερματισμό του».
Μία από τις πιο συνηθισμένες προκαταλήψεις είναι η τάση να αποδίδονται οι πράξεις των αντιπάλων στη «φύση» τους και όχι στο γεγονός ότι λειτουργούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά τους. Αυτό είναι ένα πολύ συχνό λάθος, το οποίο κάνουν όλοι οι άνθρωποι, όπως δείχνει το ακόλουθο πείραμα. Ζητήθηκε από μια ομάδα παρατηρητών να παρακολουθήσει τις ομιλίες μιας τάξης φοιτητών και να βγάλει συμπέρασμα για τις πολιτικές απόψεις του κάθε φοιτητή (αριστερά-δεξιά). Ο κάθε φοιτητής στην ομιλία του θα έπαιρνε θέση υπέρ ή κατά του Τσάβες. Ομως η θέση που θα έπαιρνε είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων από τον καθηγητή του. Οι παρατηρητές, παρ’ όλο, λοιπόν, που γνώριζαν ότι η ομιλία ήταν προκατασκευασμένη και όχι το προϊόν ελεύθερης βούλησης, εντούτοις χαρακτήριζαν το φοιτητή που έκανε π.χ. μια ομιλία υπέρ του Τσάβες«αριστερό».
Ακόμα, λοιπόν, και όταν γνωρίζουν το πλαίσιο το οποίο προσδιορίζει τη συμπεριφορά, οι άνθρωποι τείνουν να το αγνοούν. Αντίθετα, αποδίδουν τη συμπεριφορά του άλλου στη φύση ή το χαρακτήρα του. Ετσι π.χ. στο θέμα της Τουρκίας βλέπουμε κάθε δήλωση Τούρκου πολιτικού ως έκφραση του «αιώνιου μίσους» των αντιπάλων και όχι ως μια ενέργεια την οποία επέβαλε μια συγκεκριμένη συγκυρία -και κάτι ανάλογο φυσικά συμβαίνει και από την πλευρά της Τουρκίας. «Αυτό φυσικά», επισημαίνει ο Κάνεμαν, «μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις όταν κληθείς να αναλύσεις τα κίνητρα του αντιπάλου σου».
Μια άλλη χαρακτηριστική προκατάληψη αφορά την τάση των ανθρώπων να υποτιμούν τις παραχωρήσεις των αντιπάλων τους. Ψυχολογικά είμαστε πιο έτοιμοι να δεχθούμε τα επιχειρήματα των «γερακιών» εναντίον λύσεων που βασίζονται σε διαπραγματεύσεις. Στην ψυχολογία αυτή η τάση του να υποτιμούμε κάτι, επειδή το προτείνει ο αντίπαλος, ονομάζεται «αντιδραστική υποτίμηση». Απλά και μόνο το γεγονός ότι το πρότεινε κάποιος τον οποίο θεωρούμε εχθρό, υποβαθμίζει την αξία της πρότασης. Το περιεχόμενο της πρότασης έχει λιγότερη σημασία από το ποιος την πρότεινε. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, αυτό είναι προφανές από τις αρνητικές αντιδράσεις σε οποιαδήποτε πρόταση της Τεχεράνης ή της Δαμασκού. Στην περίπτωση της Ελλάδας βρίσκουμε αυτό το φαινόμενο στην τάση να απορρίπτεται κάθε πρόταση των Τούρκων ή Τουρκοκυπρίων προτού ακόμα αυτή καλά καλά διατυπωθεί.
Τέλος, ένα άλλο πολύ συνηθισμένο λάθος το οποίο κάνουν οι άνθρωποι είναι να υπερβάλλουν τη δύναμή τους και τον έλεγχο τον οποίο ασκούν στις συνέπειες των πράξεών τους. Περίπου το 80% των ανθρώπων πιστεύουν ότι οι ικανότητές τους στο οδήγημα είναι πάνω από το μέσο όρο. Σε περιπτώσεις πιθανής ρήξης αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στη δύναμή μας καθιστά τους πολιτικούς ευάλωτους στα «γεράκια», που προτείνουν λύση «πυγμής». Οπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Φυσικά το γεγονός ότι υπάρχει μια ψυχολογική προδιάθεση να ακούμε τις συμβουλές των «γερακιών», δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτές οι συμβουλές είναι πάντοτε λανθασμένες. Προφανώς σήμερα θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι από το γεγονός ότι τα φιλοπόλεμα «γεράκια» ήταν εκείνα που επικράτησαν στο επιτελείο του Τσόρτσιλ. Ομως σημαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί αποδέχονται με τέτοια ευκολία τις προτάσεις των «γερακιών» δεν οφείλεται αποκλειστικά σε ορθολογικά κριτήρια, αλλά αντανακλά πολλές φορές βαθύτερα ψυχολογικά αίτια.
http://www.tmichas.wordpress.com