ID: 1546265
Εντυπο: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ημ/νία: 21/04/2008
Σελ.: 11,12
Κατηγορία: Πολιτική
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ-ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΣΤΗΘΗΚΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΔΑ
Δεκαετία ’50:
Του ΤΑΚΗ ΜΙΧΑ
Εκτεταμένο μηχανισμό ελέγχου του Τύπου με την αρωγή των μυστικών υπηρεσιών είχε εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Το σύστημα χρησιμοποιούσε γνωστούς δημοσιογράφους, που αμείβονταν από τα «μυστικά κονδύλια». Στόχος του μηχανισμού ήταν η καταπολέμηση της ανόδου των αριστερών δυνάμεων και ταυτόχρονα η ενίσχυση της ΕΡΕ, του κόμματος του οποίου ηγείτο.
Στελέχη του μηχανισμού και αποδέκτες των μυστικών κονδυλίων υπήρξαν επίσης άτομα τα οποία αργότερα θα έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Αυτές οι αποκαλύψεις περιέχονται σε υπό δημοσίευση μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Διπλωματικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννη Στεφανίδη με τίτλο «Η …δημοκρατία δυσχερής: Η ανάπτυξη των μηχανισμών του «αντικομμουνιστικού αγώνος», 1958-1961». Η έρευνα, μικρό μέρος της οποίας παρουσιάζουμε σήμερα, θα δημοσιευτεί στο σύνολό της στο περιοδικό της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού «Μνήμων».
Η ημερομηνία-σταθμός για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα υπήρξε αυτή των εκλογών της 11ης Μαΐου 1958. Οι εκλογές αυτές μπορεί μεν να έδωσαν τη νίκη στην ΕΡΕ αλλά ανέδειξαν επίσης το κόμμα της Αριστεράς ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, με ποσοστό που προσέγγισε το 25%. Τα εκλογικά οφέλη της Αριστεράς, εννέα μόλις χρόνια από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, ήταν επόμενο να θορυβήσουν την κυβέρνηση της ΕΡΕ και τους θεσμικούς και εξωσθεσμικούς παράγοντες που συγκροτούσαν εκείνο τον καιρό την εξουσία. Οπως ανέφερε ο ίδιος ο Καραμανλής, το αποτέλεσμα των εκλογών προκάλεσε στην παράταξή του «ένα μούδιασμα και ανησυχίες» για το μέλλον.
Η κυβέρνηση αντέδρασε σ’ αυτές τις εξελίξεις εξαπολύοντας ένα κύμα μέτρων καταστολής, που περιελάμβανε και τις εκτοπίσεις στελεχών της ΕΔΑ για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι είχαν σχέσεις με το παράνομο ΚΚΕ.
Η «Υπηρεσία Εσωτερικού Τύπου»
Ομως η κυβέρνηση Καραμανλή και ο πρωθυπουργός προσωπικά έδειξαν επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή «ψυχολογικών μέτρων» αντιμετώπισης της «κομμουνιστικής δραστηριότητας». Επειτα από διάφορα πειράματα και αποτυχημένες προσπάθειες, κεντρικός υπηρεσιακός φορέας για τη διεξαγωγή της διαφώτισης και της προπαγάνδας αναδείχτηκε η Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ), η οποία λειτουργούσε ως τμήμα του υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως από το 1951. «Η υπηρεσία αυτή», αναφέρει ο καθηγητής Στεφανίδης, «είχε ήδη αναπτύξει αγαστή συνεργασία με τις υπηρεσίες ασφαλείας, ιδίως με την ΚΥΠ, τόσο στον τομέα των πληροφοριών όσο και στο πλαίσιο κοινών εγχειρημάτων».
Προκειμένου να ανταποκριθεί η ΓΔΤΠ στα αυξημένα της καθήκοντα, απέκτησε πρόσβαση σε σημαντικά ποσά από τις «εθνικές δαπάνες» (δηλ. τα γνωστά ως «μυστικά κονδύλια») τα οποία, όπως ανέφερε η σχετική νομοθεσία, ήταν δυνατόν να εκταμιευθούν με την επίκληση «εθνικών σκοπών» και «κατά παρέκκλιση των διατάξεων του λογιστικού νόμου». Μεταξύ του 1957 και του 1962 τα μυστικά κονδύλια της ΓΔΤΠ τριπλασιάστηκαν, από 27 εκατομμύρια σε 77 εκατομμύρια δραχμές.
Επίκεντρο των δραστηριοτήτων της ΓΔΤΠ υπήρξε η προσπάθεια χειραγώγησης των ΜΜΕ -όχι τόσο της ραδιοφωνίας, που τελούσε υπό κρατικό έλεγχο, όσο του αντιπολιτευόμενου κυρίως Τύπου, που κρινόταν «ασύδοτος». Αλλά και η κατάσταση στον φιλοκυβερνητικό Τύπο κρινόταν από την κυβέρνηση ως απογοητευτική: εκεί το πρόβλημα, όπως παρατηρούν μελαγχολικά οι συντάκτες των σχετικών υπηρεσιακών σημειωμάτων, αφορούσε την έλλειψη κεντρικής γραμμής και «την ανάπτυξη ιδιοτελών αξιώσεων» για δάνεια και άλλες οικονομικές παροχές!
Η τακτική την οποία υιοθέτησε η ΓΔΤΠ ήταν ένας συνδυασμός πιέσεων και παροχών. Αφενός υιοθέτησε την πολιτική της αυστηρής εφαρμογής της ποινικής νομοθεσίας ενώ παράλληλα επεξεργαζόταν μέτρα περαιτέρω φίμωσης του Τύπου -όπως π.χ. την υπαγωγή των δημοσιογραφικών οργανισμών στις διατάξεις του νόμου περι κοινωφελών επιχειρήσεων, δηλ. να γίνουν οι εφημερίδες ΔΕΚΟ! Αφετέρου υιοθέτησε την πολιτική της οικονομικής ενίσχυσης των φιλικών εντύπων -το 1958 οι επιχορηγήσεις μόνο του υπουργείου Προεδρίας σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς ξεπερνούσαν τα 6,3 εκατομμύρια δραχμές. Τα μέτρα επηρεασμού του Τύπου που υιοθετήθηκαν περιελάμβαναν την πύκνωση των επαφών ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη και τους διευθυντές των εφημερίδων, τη διοχέτευση «διαφωτιστικού» υλικού, τη μυστική χρησιμοποίηση «κατάλληλων δημοσιογράφων» και τη «στοργική» αντιμετώπιση των προβλημάτων του κλάδου.
Την υλοποίηση αυτού του προγράμματος ανέλαβε η Υπηρεσία Εσωτερικού Τύπου της ΓΔΤΠ η οποία, σύμφωνα με σημειώματα του προϊσταμένου υφυπουργού, όφειλε να εργαστεί «αφανώς και αποδοτικώς» χωρίς μόνιμο προσωπικό αλλά με «έκτακτους και αφοσιωμένους» συνεργάτες. Με βάση τις εισηγήσεις αυτές, το 1961 η υπηρεσία απασχολούσε έναν αριθμό δημοσιογράφων οι οποίοι χρηματοδοτούνταν από τις «Εθνικές Δαπάνες» (δηλαδή τα «μυστικά κονδύλια»). Αναλυτικότερα, η Υπηρεσία απασχολούσε:
* Δεκαέξι υπαλλήλους: Δύο από αυτούς, οι Δ. Μαρούδας και Γιώργος Αναστασόπουλος, διαδραμάτισαν αργότερα πολιτικό ρόλο στη ζωή της χώρας. Οι υπόλοιποι δεκατέσσερις ήσαν οι: Μ.Π., Δ.Μ., Ε.Α., Σ.Β., Ν.Μ., Ε.Π., Α.Δ., Γ.Α., Α.Δ., Π.Φ., Κ.Γ., Χ.Σ., Γ.Λ., Α.Μ.
* «Επιδοτούμενους» εν ενεργεία δημοσιογράφους: Χ. Ε.., Μ. Γ., Κ.Ε., Α.Ν., Σ.Χ., Ι.Ζ., Γ.Δ., Φ.Σ., Β.Ρ., Κ.Π., Ε.Δ.
* Δεκατρείς «επιδοτούμενους» δημοσιογράφους από την περιφέρεια: Ν.Σ., Χ.Σ., Π.Α., Π.Κ., Μ.Σ., Δ.Ρ., Ι.Σ., Κ.Π. από Θεσσαλονίκη, και Γ.Π., Β.Φ., Λ.Τ., Χ.Χ. και Μ.Φ. από τον ραδιοφωνικό σταθμό Κομοτηνής.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο των χρηματοδοτούμενων από τις «εθνικές δαπάνες» περιλαμβάνονταν και δύο πολύ γνωστοί ξένοι ανταποκριτές: ο Γάλλος Μαρκ Μαρσό της «Le Monde» και ο Αγγλος ανταποκριτής του BBC «Λέσλι Φάινερ».
Οι αμοιβές που καταγράφονται από τα μυστικά κονδύλια κυμαίνονταν σε 1.000-5.000 δραχμές. Την εποχή εκείνη ο μισθός του μέσου δημοσιογράφου ήταν 1.200 δραχμές. Ο Αγγλος ανταποκριτής του BBC Λέσλι Φάινερ έπαιρνε το συγκλονιστικό για την εποχή ποσό των 23.000.
Επίσης οι δημοσιογράφοι Ν. Βερρος, Α. Προκοπίου, Δ. Πουλάκος συμμετείχαν μαζί με στελέχη των μυστικών υπηρεσιών στην εκπόνηση στρατηγικών καταπολέμησης του κομμουνιστικού κινδύνου. Αυτό γινόταν στο πλαίσιο της Υπηρεσίας Ειδικών Μελετών της ΚΥΠ.
Η προσπάθεια για έλεγχο του Τύπου και η χρησιμοποίηση δημοσιογράφων για την εξυπηρέτηση προπαγανδιστικών στόχων δεν φαινόταν να προβληματίζει κανέναν. Εθεωρείτο περίπου ως αυτονόητη. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά απόρρητο υπηρεσιακό σημείωμα του υπουργείου Προεδρίας, που φέρει την υπογραφή «Π.Π.»: «Απαιτείται παρέκκλισις από τας κειμένας Συνταγματικάς διατάξεις με αιτιολογικόν το εθνικόν θέμα. Διότι ημιεμπόλεμον κατάστασιν έχομε και προς εξωτερικούς -εκτός των εσωτερικών- εχθρούς παλαίομεν. Τι το λογικώτερον, λοιπόν, από την κατεύθυνσιν του Τύπου;»
Η «Ελληνική Επιμορφωτική Εταιρεία»
Ομως οι προσπάθειες της κυβέρνησης Καραμανλή για την εφαρμογή «ψυχολογικών μέτρων» αντιμετώπισης του κομμουνισμού δεν περιορίστηκαν μόνο στο χώρο του Τύπου.
Εκτιμώντας ότι οι «πνευματικοί άνθρωποι» ήσαν ιδιαίτερα ευάλωτοι στην κομμουνιστική προπαγάνδα, η ΚΥΠ μαζί με τη ΓΔΤΠ συνέστησαν τον Σεπτέμβριο του 1957 την Ελληνική Επιμορφωτική Εταιρεία που είχε ως στόχο να αναλάβει την «έμμεσον και έντεχνον διοχέτευσιν» προπαγάνδας με επίφαση επιστημονικής εγκυρότητας. Η κυβέρνηση εξασφάλισε επιχορήγηση 100.000 δραχμών το μήνα, που προέρχονταν και αυτά από τα «μυστικά κονδύλια» της ΓΔΤΠ και της ΚΥΠ. Στο επιτελείο της Εταιρείας διορίσθηκαν μεταξύ άλλων ο καθηγητής Κοινωνιολογίας και μετέπειτα υπουργός της Χούντας Δημήτριος Τσάκωνας, ο νομικός και μετέπειτα υπουργός του ΠΑΣΟΚ Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο καθηγητής Φιλοσοφίας και μετέπειτα υπουργός της Ν.Δ. Δημήτριος Νιάνιας και ο μετέπειτα ιδεολογικός «γκουρού» της χούντας Γ. Γεωργαλάς.
Η Εταιρεία εξέδωσε με τα κονδύλια της ΚΥΠ το μηνιαίο περιοδικό «Γνώσεις». Η θεματολογία του περιοδικού συνδύαζε έντονο εθνικισμό και αντικομμουνισμό. Στο στόχαστρο δεν βρέθηκαν μόνον αριστεροί αλλά και φιλελεύθεροι διανοητές, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, τον οποίο το όργανο της ΚΥΠ κατηγορούσε για «πνευματικό φραγκολεβαντινισμό». Το αμάρτημα του Θεοτοκά ήταν ότι είχε υποστηρίξει την οριστική υπέρβαση της παλιάς εδαφικής Μεγάλης Ιδέας, μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο ανώνυμος συντάκτης του περιοδικού προέβαλλε ως αντίδοτο στην ισοπεδωτική «χοάνη» της παγκοσμιοποίησης «μια αληθινά λαμπρή εθνική κυψέλη», με πίστη στη «ζωτικότητα της ελληνικής φυλής» και στο όραμα της εδαφικής επέκτασης.
Πάντως, δύο έτη μετά τη σύστασή της, η Εταιρεία έπαψε να λειτουργεί. Ο λόγος ήταν τα κλασικά προβλήματα του ελληνικού δημοσίου. Οι προϊστάμενοί της την υποχρέωναν να προσλάβει υπαλλήλους «χωρίς ειδικά προσόντα», με αποτέλεσμα οι πόροι για την ιδεολογική πάλη να αναλώνονται σε αργομισθίες. Ενώ η κύρια αποστολή της ήταν η αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής προπαγάνδας», οι υπάλληλοί της επιφορτίσθηκαν με τη δημιουργία αρχείων Τύπου και ιδιωτικών οργανώσεων, παραμένοντας όπως αναφέρει το σχετικό απόρρητο σημείωμα «ουσιαστικώς… αργόμισθοι».
Ορισμένοι από τους δημοσιογράφους που μετείχαν στην Υπηρεσία Εσωτερικού Τύπου της ΓΔΤΠ αργότερα έκαναν πολιτική καριέρα. Ο Γ. Αναστασόπουλος έγινε υφυπουργός Τύπου και ευρωβουλευτής με τη Ν.Δ. και σήμερα είναι πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ουνέσκο.
Δύο άλλα στελέχη που επάνδρωσαν τους μηχανισμούς «ψυχολογικού αγώνος» της κυβέρνησης Καραμανλή έπαιξαν αργότερα πολύ σημαντικό ρόλο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ: ο Δημήτρης Μαρούδας διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας και ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης.
Συντάκτης: Μίχας
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Θέμα: ΠΟΛΙΤΙΚΟ